Σάββατο 7 Μαρτίου 2009

ΕΠΩΝΥΜΩΣ

Δουλειά - δουλεία, κατάθλιψη και φάρμακα...

ΤΟΥ ΡΟΥΣΣΟΥ ΒΡΑΝΑ Από τα «ΝΕΑ»

«Η εργασία, όταν καταντάει δουλεία, γίνεται καταθλιπτική. Εκατοντάδες χιλιάδες Γερμανοί εργαζόμενοι το έχουν ρίξει στα χάπια για να σιγουρέψουν τη δουλειά τους. Για να μη τη χάσουν, ντοπάρονται με φάρμακα που διώχνουν την κούραση και το στρες και αυξάνουν την απόδοση.
Το ντοπάρισμα των εργαζομένων γίνεται για πρώτη φορά γνωστό σε όλη του την έκταση, ύστερα από έρευνα που έκανε η γερμανική ασφαλιστική εταιρεία DAK (στην οποία είναι ασφαλισμένοι 6,2 εκατομμύρια εργαζόμενοι). Η έρευνα έδειξε πως 2 εκατομμύρια εργαζόμενοι παίρνουν περιστασιακά αντικαταθλιπτικά και ψυχοδιεγερτικά φάρμακα για να αυξήσουν την απόδοσή τους στη δουλειά, ενώ 800.000 εργαζόμενοι τα παίρνουν καθημερινά. "Για μας είναι ένα σήμα κινδύνου που μας δείχνει πως ένα μέρος των εργαζομένων έχει πέσει στην ίδια παγίδα του ντοπαρίσματος που έχουν πέσει και οι αθλητές" λέει ο Χέρμπερτ Ρέμπσερ, πρόεδρος της DAK. Γιατί ο ανταγωνισμός στη ζούγκλα της δουλειάς είναι σκληρός. Οι απολύσεις πολλές. Και σε αυτόν τον ανταγωνισμό κερδίζουν μόνο οι καλύτεροι, όπως λένε οι οργανωτές του.
Ο άνθρωπος για τον οποίο μιλούσε τις προάλλες η Αμερική, δεν θα μάθουμε ποτέ αν ήταν ο καλύτερος ή ο χειρότερος. Εργαζόμενος στα πολυκαταστήματα Γουόλ-Μαρτ, 58 ετών, αποφάσισε μια μέρα πως δεν άντεχε άλλο. Και αυτοπυρπολήθηκε στο πάρκινγκ της δουλειάς του, μπροστά στα μάτια των περαστικών. Ο γιος του δεν μπορεί να εξηγήσει την αυτοκτονία του πατέρα του.
Ομως, μερικά χρόνια νωρίτερα, μια συγγραφέας είχε δώσει τη δική της εξήγηση. Αφού συμφώνησε με τον εκδότη της, η Μπάρμπαρα Ερενραϊχ ξεκίνησε ένα μακρύ ταξίδι για να περιγράψει την κατάσταση στην αμερικανική αγορά εργασίας. Με 1.300 δολάρια για έκτακτα έξοδα στην τσέπη, άφησε το μεσοαστικό σπίτι της κι άρχισε να ψάχνει δουλειά -μια οποιαδήποτε δουλειά. Στη Φλόριντα βρήκε στέγη και μια θέση σερβιτόρας. Αντεξε ένα μήνα, ώσπου σωριάστηκε στη νυχτερινή βάρδια. Εφυγε για το Πόρτλαντ. Αφού έψαξε πολύ, βρήκε δουλειά σε ένα γηροκομείο κι αργότερα σε μια εταιρεία με καθαρίστριες. Μα πάλι της φάνηκε ασήκωτο το φορτίο και το στρες. Εφυγε για τη Μινεσότα. Κι εκεί ολοκλήρωσε την έρευνά της. Παρά την πολύμηνη περιπλάνησή της, δεν κατόρθωσε να βρει πουθενά μια δουλειά που θα της εξασφάλιζε μια αξιοπρεπή ζωή.
Από αυτές τις εμπειρίες της, η Μπάρμπαρα Ερενραϊχ έγραψε το βιβλίο "Για πενταροδεκάρες".Σε αυτό το βιβλίο φαίνονται τα πάθη και τα βάρη που από κάτω τους στενάζουν οι εργαζόμενοι φτωχοί: "Είναι οι πραγματικοί φιλάνθρωποι της κοινωνίας μας. Παραμελούν τα παιδιά τους, για να είναι φροντισμένα τα παιδιά των άλλων. Ζουν σε υποτυπώδη σπίτια, για να είναι τα σπίτια των άλλων τέλεια κι αστραφτερά. Υπομένουν στερήσεις, για να πέφτει ο πληθωρισμός και να ανεβαίνουν οι μετοχές. Οι εργαζόμενοι φτωχοί είναι οι ανώνυμοι δωρητές, οι άγνωστοι ευεργέτες όλων των άλλων».

Δεν υπάρχουν σχόλια: